- πάπλωμα
- τοκλινοσκέπασμα: Ν’ απλώνεις τα πόδια σου ως εκεί που φτάνει το πάπλωμά σου (παροιμ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πάπλωμα — το είδος χειμερινού κλινοσκεπάσματος που είναι γεμισμένο με βαμβάκι, μαλλί, πούπουλα ή άλλη μαλακή ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλωμα «περικάλυμμα», με επίδραση τού ἅπλωμα] … Dictionary of Greek
εφάπλωμα — και πάπλωμα, το (Μ ἐφάπλωμα) [εφαπλώ] καθετί που απλώνεται πάνω σε κάτι άλλο για κάλυψή του και ιδιαίτερα το κλινοσκέπασμα που είναι γεμάτο από βαμβάκι ή πούπουλα, κν. πάπλωμα … Dictionary of Greek
паполома — покрывало, одеяло , только др. русск., СПИ, Новгор. Кормч. 1280 г.; см. Срезн. II, 877. Из ср. греч. πάπλωμα от греч. ἑφάπλωμα – то же; см. Корш, AfslPh 9, 663; Фасмер, Гр. сл. эт. 142; Маценауэр 401. Из того же источника происходит рум. plapomă … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Lipsi (Insel) — Gemeinde Lipsi Δήμος Λειψών (Λειψοί) … Deutsch Wikipedia
паполома — погребальное покрывало (2): Бориса же Вячеславлича слава на судъ приведе, и на Канину зелену паполому постла за обиду Олгову, храбра и млада князя. 15 16. Си ночь съ вечера одѣвахуть мя, рече (Святослав), чръною паполомою, на кроваты тисовѣ. 23.… … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
паполома — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (παπλῶμα) покрывало, покров … Словарь церковнославянского языка
Liste der Dodekanes-Inseln — Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder … Deutsch Wikipedia
εντύλη — ἐντύλη, η (Α) μάλλινο πάπλωμα ή στρώμα … Dictionary of Greek
θύκια — τα (λαϊκ. τ.) φύκια («είχε τα θύκια πάπλωμα», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θύκια αντί φύκια. Η εναλλαγή (θ) / (f) απαντά σε ορισμένους δημώδεις τ. (πρβλ. θηκάρι / φηκάρι)] … Dictionary of Greek
καβγάς — και καυγάς ο 1. φιλονικία, διαπληκτισμός, τσακωμός 2. φρ. «κρεμάει το ζωνάρι του για καβγά» ή «έχει λυτό το ζωνάρι του για καβγά» ζητά αφορμή διαπληκτισμού 3. παροιμ. «ο καβγάς για το πάπλωμα» για συγκαλυμμένες ιδιοτελείς βλέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek